- ῥηίδιον
- ῥηΐδιον , ῥᾴδιοςeasymasc acc sg (epic ionic)ῥηΐδιον , ῥᾴδιοςeasyneut nom/voc/acc sg (epic ionic)ῥῄδιοςeasymasc acc sgῥῄδιοςeasyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφυάς — άδος, ἡ, Α συνένωση, σύμφυση ύστερα από φυσική αύξηση («οὐδὲ γὰρ ἄλλην οὐδεμίαν ῥηίδιον ξυμφυάδα κοινὴν δύο ὀστέων κινηθεῑσαν ἐς τὴν ἀρχικὴν φύσιν ἱδρυθῆναι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύω «συνδέω, συνενώνω» + επίθημα άς (πρβλ. ἐκ φυ άς)] … Dictionary of Greek